- συνοικειοῦντες
- συνοικειόωbind together as friendspres part act masc nom/voc plσυνοικειόωbind together as friendspres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοικειώνω — συνοικειῶ, όω, ΝΑ εξοικειώνω κάτι ή κάποιον με κάτι, εθίζω κάποιον σε κάτι αρχ. 1. προσαρμόζω κάτι σε κάτι άλλο («συνοικειοῡντες τὰ σώματα ταῑς ὥραις ἑκάσταις», Λουκιαν.) 2. κάνω κάτι καταληπτό, κατανοητό 3. (σχετικά με αλληγορίες) συνταυτίζω 4.… … Dictionary of Greek